Πίνακας Ανακοινώσεων
14Η ΜΕΡΑ - ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΗΣ/
περίοδος 2016- 2017
Τελευταία ενημέρωση: 24/7/2016
Εργαστήριο Θεάτρου ΠΑΥΣΙΣ
Εημερωθείτε για τα νέα
και τις δραστηριότητές μας
μέσω του Facebook.
Π
α
ι
δαγωγική του Θεάτρου
Βιλιοπαρουσίαση του βιβλίου Παιδαγωγική του Θεάτρου από:
Παπαδόπουλος, Σίμος (2010).
Παιδαγωγική του Θεάτρου
,
Αθήνα, σσ. 686
[
ISBN
: 978–960–93–2014–6]
Η
μελέτη
του
Σίμου
Παπαδόπουλου
«Παιδαγωγική
του
Θεάτρου»
έρχεται
να
επιβεβαιώσει
και
να
σφραγίσει
επιστημονικά
το
νέο
αυτό
κλάδο
των
Θεατρικών
Σπουδών
στη
χώρα
μας,
όπως
έχει
ήδη
προδρομικά
παρουσιαστεί
από
μεμονωμένες
έρευνες
και
εργασίες,
που
συγκροτούν
τη
σχετικά
περιορισμένη μέχρι σήμερα έγκυρη ελληνική βιβλιογραφία.
Αποτελεί
μια
εμπεριστατωμένη
και
τεκμηριωμένη
ανάλυση
και
εμβάθυνση
των
εννοιών
που
σχετίζονται
με
τον
παιδαγωγικό
ρόλο
του
Θεάτρου
και
συναπαρτίζουν
τις
παραμέτρους
μέσα
στις
οποίες
αναπτύσσεται
το
Θέατρο
στο
Σχολείο:
θεατρικό
παιχνίδι
και
ψυχοκινητική
ανάπτυξη
του
παιδιού,
παιχνίδι
ρόλων
και
κοινωνικοποίηση,
διερευνητική
δραματοποίηση
και
κατανόηση
του
θεατρικού
φαινομένου
σε
σχολικό
περιβάλλον,
θεατρική
εμψύχωση
και
ρόλος
του
εκπαιδευτικού,
αυτοσχέδια
έκφραση
και
επικοινωνία.
Ιδιαίτερη
έμφαση
δίνεται
στην
ανάπτυξη
της
συμβολής
του
θεάτρου
ως
διδακτικής
μεθοδολογίας
στη
σχολική
τάξη
και
προτείνονται
βασικές
θεατρο-
παιδαγωγικές
μέθοδοι
προς
αξιοποίηση
από
τον
εκπαιδευτικό,
ενώ
εξίσου
σχολιάζεται
η
ένταξη
της
θεατρικής
αγωγής
στο
ευρύτερο
curriculum
της
Α/θμιας εκπαίδευσης.
Η
ιδιαίτερη
συμβολή
του
βιβλίου
στη
θεατρο-παιδαγωγική
πράξη
συνίσταται
στην
αναλυτική
παρουσίαση
εκατόν
τριάντα
παιχνιδιών
και
ασκήσεων
(παιχνίδια
γνωριμίας,
σωματικής
κίνησης
και
έκφρασης,
μεταμόρφωσης,
χαλάρωσης,
παρατηρητικότητας,
συγκέντρωσης
της
προσοχής,
καθώς
και
λεκτικά
και
ρυθμικά
παιχνίδια
και
αυτοσχεδιασμοί)
και
έντεκα
μικρών
ιστοριών,
που
αναπτύσσονται
ως
εφαρμοσμένα
θεατρικά
παιχνίδια,
ενώ
προτείνονται
ενδεικτικά
παραστασιακά
δρώμενα
στη
σκηνή
και
στη
φύση
και
εφαρμοσμένα
εργαστήρια
θεατρικού
παιχνιδιού
και
διερευνητικής δραματοποίησης.
Η
μελέτη
αυτή,
καρπός
πολυετούς
συστηματικής
έρευνας,
έρχεται
να
σηματοδοτήσει
το
νέο
κλάδο
της
Παιδαγωγικής
του
Θεάτρου
και
να
αποτελέσει
βιβλίο
αναφοράς
για
κάθε
ενδιαφερόμενο
για
την
αξιοποίηση
του
Δράματος
και
του Θεάτρου στην Εκπαίδευση.
Θόδωρος Γραμματάς
Παπαδόπουλος, Σίμος (2010). Παιδαγωγική του Θεάτρου, Αθήνα, σσ.
686 [ISBN: 978–960–93–2014–6]
«…όλοι
οι
άνθρωποι
είμαστε
καλλιτέχνες:
Είμαστε
οι
εφευρέτες
του
κόσμου.
Όλοι
μας
είμαστε
ικανοί
να
παράγουμε
τέχνη-όχι
οι
μεν
καλύτερα
από
τους
δε,
αλλά
καθένας
καλύτερα
από
τον
εαυτό
του.
Αυτός
είναι
ο
μοναδικός
ανταγωνισμός
που
πρέπει
να
δεχόμαστε
στην
Τέχνη:
Εγώ
απέναντι
σ’
εμένα.
Όπως
έγραψε
ο
Πορτογάλος
ποιητής
του
16ου
αιώνα
Sá
de
Miranda:
‘Μ’
εμένα
έχω
μαλώσει,
είμαι
εκτεθειμένος
σε
κάθε
κίνδυνο,
δεν
μπορώ
να
ζήσω
μαζί
μου,
δεν
μπορώ
να
ξεφύγω
από
μένα’.
Αυτό
είναι
Τέχνη:
Όλοι
μας
να
«μαλώνουμε»
μ’
εμάς
τους
ίδιους
και,
καθώς
είμαστε
καλλιτέχνες,
θα
μαλώνουμε
πάντα
μ’
εμάς
και
με
τον
κόσμο,
μέχρι
να
αλλάξουμε
τον
κόσμο
που έχουμε, αλλά και αυτό που κάνουμε» (Augusto Boal).
O
εγωιστής
γίγαντας
ήταν
στ’
αλήθεια
πολύ
εγωιστής,
τόσο
που
επέλεγε
συνεχώς
να
το
αγνοεί.
Καθώς
στεκόταν
στον
άχαρο
κήπο
του,
κουβαλώντας
αναγκαστικά
το
ανοικονόμητο
σώμα
και
το
χαμηλό
αυτοσυναίσθημά
του,
προβληματισμένος
για
τα
αίτια
καθυστέρησης
του
ερχομού
της
άνοιξης,
αποδέχτηκε
πως
η
ζωή
ήταν
αδύνατο
να
συνεχιστεί
χωρίς
την
παρέμβαση
των
παιδιών.
Τα
παιδιά
της
ιστορίας
έγιναν
παιδιά-ερευνητές
της
ομάδας,
βίωσαν
οι
ίδιοι
την
έννοια
του
γιγαντιαίου,
καθοδήγησαν
τη
φαντασία
του
Γίγαντα,
αποτύπωσαν
το
περίγραμμά
του,
τον
βοήθησαν
να
ανιχνεύσει
τη
σκέψη
του,
να
τηρεί
με
συνέπεια
και
αγάπη
ημερολόγιο,
να
αποκαλύψει
και
να
αποκαλυφθεί,
και
πράγματι
ο
κήπος
ζωήρεψε
από
το
άρωμα
και
τη
γεύση
φρέσκων
προτοκαλιών.
Απροσδόκητα
όμως
ένα
θαυμαστό
παλίμψηστο
ύφασμα
μισοέκρυψε
ό,τι
είχε
μέχρι
στιγμής
συμβεί.
Ο
χώρος
γέμισε
νερό,
οι
άνθρωποι
έπαιζαν
μαζί
του,
μετά
όμως
κουράστηκαν,
οι
μισοί
έγιναν
σκοτάδι,
οι
άλλοι
μισοί
φως.
Το
σκοτάδι
έβλεπε
σταθερά
το
φως,
το
φως
κοιτούσε
δυνατά
το
σκοτάδι,
μα
πάλι
άλλαξαν
γνώμη,
αποφάσισαν
να
γίνουν
πεταλούδες
κι
αστέρια,
φεγγάρι,
ήλιος
και
σύννεφα.
Και
το
φεγγάρι
έπεσε
στα
δίχτυα
του
έρωτα
του
ήλιου,
με
τον
οποίο
μάλωνε
συνεχώς,
αφού
όμως
δεν
μπορούσαν
να
χωρίσουν
ούτε
να
ζήσουν
μαζί,
διάλεξαν
διαφορετικές
θέσεις
στον
ουρανό,
κι
από
τότε
συναντιούνται
μόνο
στις
εκλείψεις…Με
κοιτάς,
σε
ακούω.
Ή
αλλιώς
ακούω
το
κοίταγμά
σου.
Καθώς
το
εργαστήριο
διερευνητικής
δραματοποίησης
εξελίσσεται
και
ξαφνιάζει
τον
εμψυχωτή
και
τους
συμμετέχοντες,
ζητώντας
τους
να
ακονίσουν
κι
άλλο
την
ψυχική
και
δραματική
τους
ευφυΐα,
καθώς
στο
θεατρικό
παιχνίδι
ο
γύρω
και
μέσα
μας
κόσμος
μετωνυμικά
δημιουργείται,
αποδομείται
κι
επανακαθορίζεται,
πραγματοποιούμε
ένα
βήμα
προς
τη
συναρμολόγηση
των
ψηφίδων
του
εαυτού μας.
Το
ανά
χείρας
βιβλίο
του
Σίμου
Παπαδόπουλου
Παιδαγωγική
του
Θεάτρου
κρίνεται
ιδιαίτερα
επωφελές
για
τον
εκπαιδευτικό
που
προτίθεται
να
εμπλακεί
στην
παιδαγωγική
πράξη
του
θεάτρου
ή
είναι
ήδη
κοινωνός
της
τελευταίας,
εφόσον
αποσκοπεί
στη
σφαιρικά
πολιτική
αφύπνιση
και
συνειδητοποίηση
του
αποδέκτη
και
του
προσφέρει
μια
διόλου
ευκαταφρόνητη,
ιδιότυπη
χορηγία.
Πρόκειται
για
την
επιστημονικά
εμβριθή
εξέταση
της
μεθοδολογίας
και
του
περιεχομένου
μιας
βαθιά
ανθρωποποιητικής
και
πλουραλιστικής
παιδείας,
σε
συνδυασμό
με
την
ανάδειξη
της
χρηστικής
και
φιλοπαίγμονος
φυσιογνωμίας
της.
Ο
συγγραφέας
πραγματεύεται
ορισμένες
θεμελιώδεις
πτυχές
του
αντικειμένου
του
Θεάτρου
στην
Εκπαίδευση,
σεβόμενος
την
αυτοτέλειά
τους
και
καταδεικνύοντας
παράλληλα
την
αλληλεπίδρασή
τους.
Συνθέτει
και
διαχειρίζεται
τον
πολύ
μεγάλο
όγκο
του
πληροφοριακού
του
υλικού
κατά
τρόπο
τέτοιον
ώστε
να
αποφεύγεται
η
παρατακτική
δόμηση
και
ο
αναγνώστης
να
αποκομίζει
την
αίσθηση
της
ενότητας
των
επιμέρους
παραμέτρων.
Στην
εισαγωγή
γίνεται
αναφορά
στις
εκπαιδευτικές
διαστάσεις
του
θεάτρου
υπό
ιστορικό
πρίσμα,
οροθετείται
το
επιστημονικό
πεδίο
και
ο
οικοσυστημικός
του
χαρακτήρας
υπό
το
φως
της
σύγχρονης
θεατρικής
τέχνης
και
επιστημών
όπως
η
γνωστική
ψυχολογία,
η
κοινωνική
ανθρωπολογία,
η
ερμηνευτική
και
κριτική
παιδαγωγική,
επίσης
διερευνάται
η
ψυχοκοινωνική
υπόσταση
της
σχολικής
θεατρικής
παιδαγωγικής.
Στο
κύριο
μέρος
προβάλλονται
διεξοδικά
οι
πυλώνες
της
διδακτικής
μεθοδολογίας.
Ως
αυθεντικός
βιότοπος
αναπαραστάσεων
και
σημασιοδοτήσεων,
το
παιχνίδι
επιτελεί
λειτουργίες
νοητικής
ανάπτυξης
για
το
παιδί
και
διαδραματίζει
διαμεσολαβητικό
ρόλο
στην
επαφή
του
με
το
κοινωνικό-πολιτισμικό
περιβάλλον.
Μέσω
του
θεατρικού
παιχνιδιού,
ο
κόσμος
των
παιδιών
εγκολπώνεται
τη
γλώσσα
του
θεάτρου
και
προχωρά
στα
μονοπάτια
της
διαισθητικής
γνώσης.
Με
αφετηρία
τις
πρωτογενείς
φαντασιώσεις
τους,
υπαγορευόμενες
από
το
βιοψυχολογικό
τους
υπόστρωμα,
τα
παιδιά
υπερβαίνουν
τις
αναστολές,
αναδομούν
την
εσωτερική
τους
τοπιογραφία
στις
αναπαραστάσεις
τους,
οι
οποίες
εμπλουτίζονται
με
το
λόγο
του
σώματος
και
όχι
με
το
ιδεολογικό
φορτίο
του
γραπτού
κειμένου.
Με
την
παροχή
των
κατάλληλων
ερεθισμάτων
και
κινήτρων,
ανασύρονται
μνημονικά
ίχνη,
που
οπτικοποιούνται
με
τα
διάφορα
σήματα
του
σώματος
και
με
τη
σκηνική
δράση
στο
χώρο,
ενόσω
ενεργοποιούνται
νευροφυσιολογικές-
αισθητηριακές λειτουργίες.
Πολιτικά
και
κοινωνικά
προβλήματα,
προσωπικές
ιστορίες,
ιστορικά
και
φαντασιακά
γεγονότα
μπορούν
να
αποτελέσουν
πυρήνες
διερεύνησης,
με
στόχο
πρωτίστως
παιδαγωγικό
και
διδακτικό,
κατά
τη
διαδικασία
της
διερευνητικής
δραματοποίησης
και
της
συνακόλουθης
διαθεματικής
οργάνωσης
της
διδασκαλίας
και
μάθησης.
Η
έναρξη
γίνεται
με
τη
δημιουργία
ομαδικής
ατμόσφαιρας
και
με
την
γνωριμία
με
το
αρχικό
περιβάλλον.
Την
επαφή
των
παιδιών
με
λογοτεχνικό
ή
άλλο
κείμενο
διαδέχεται
η
επινόηση
του
νέου
δραματικού
περιβάλλοντος,
με
αυτοσχέδιες
δράσεις
και
με
τη
διαμόρφωση
της
ιστορίας.
Η
αξιολόγηση
καταλήγει
σε
κατανόηση
από
την
οποία
προκύπτει
νέα
δράση
και
μετα-γνώση,
ενώ
η
τελική
παρουσίαση
αρθρώνεται
ως
απλή,
όχι
σε
βάθος
προετοιμασμένη
θεατρική
παράσταση.
Κατά
τη
δραματοποίηση,
προκαλείται
η
έκφραση
και
η
κριτικο-στοχαστική
εξωτερίκευση
όλων,
σε
ρόλο
και
εκτός
ρόλου.
Όπως
σημειώνει
ο
συγγραφέας:
«Το
πέρασμα
από
την
ενεργητική
παρατήρηση
στην
αποστασιοποιημένη
δράση
και
το
αντίστροφο
δημιουργεί
συνθήκες
έντονης
κινητικότητας
και
δυσδιάκριτα
όρια,
που
κρατούν
όλους
τους
συμμμετέχοντες
σε
διερευνητική
ετοιμότητα.
Δεν
υπάρχουν
θεατές
καθηλωμένοι
σε
μια
καρέκλα,
να
παρακολουθούν
μια
νατουραλιστική
παράσταση.
Αντίθετα,
υπάρχουν
παρατηρητές
συνδημιουργοί,
με
ανοιχτή
κάθε
δυνατότητα
παρέμβασης
στην
εξέλιξη
των
καταστάσεων»
(σελ.
139).
Αντίστοιχα,
σύγχρονοι
πρωτοπόροι
σκηνοθέτες
(B.Brecht,
J.
Grotowski,
P.
Brook,
A.
Boal)
μιλούν
για
την
αναμέτρηση
του
θεατή
με
την
παράσταση,
όπου
αφαιρούνται
τα
σύνορα
σκηνής-πλατείας,
καταργείται
η
απόσταση
ηθοποιού-θεατή
και
συντελείται
η
διαμόρφωση
ενός
συμμετοχικού
θεάτρου.
Αμέσως
έπειτα
από
μια
σύντομη
αναφορά
στην
ένταξη
της
θεατρικής
εισαγωγής
στο
αναλυτικό
πρόγραμμα
και
στην
επιμόρφωση
των
εκπαιδευτικών,
στην
καρδιά
του
έργου,
που
εύλογα
σηματοδοτεί
και
το
επίκεντρο
της
συναισθηματικής
επένδυσης
του
συγγραφέα,
επιχειρείται
η
«μικροχειρουργική»
προσέγγιση
του
προσώπου
του
δασκάλου-εμψυχωτή
με
αφετηρία
το
φαινομενολογικό
προσωποκεντρικό
μοντέλο
ερμηνείας.
Ο
εμψυχωτής
αυτο-προσδιορίζεται,
αναζητά
την
ανθρώπινή
του
ολότητα,
μελετά
το
διανθρώπινο
δεσμό,
βιώνει
την
ασκητική
της
διαλεκτικής
της
αγάπης
κατά
το
πρότυπο
του
Unamuno.
Έτσι,
διευρύνει
τα
όρια
της
πίστης,
της
αυτοπειθαρχίας,
της
θέλησης,
της
επιμονής
και
της
υπομονής,
αφουγκράζεται
τα
παιδιά
και
το
σφυγμό
της
ομάδας,
παρακολουθεί
τη
συμβατότητα
της
δικής
του
αίσθησης
και
της
κατάστασης
της
ομάδας,
καθώς
ενισχύεται
η
αυτο-
έρευνα
των
συμμετεχόντων,
η
εξοικείωση
με
τις
μύχιες
προσωπικές
τους
τάσεις.
Ως
αποτέλεσμα,
απελευθερώνονται
διαλεκτικές
δυνάμεις
αλλαγής
που
επιτρέπουν
τη
μετάβαση
από
το
επίπεδο
πραγματικής
στο
επίπεδο
δυνητικής
ανάπτυξης.
Σε
καμιά
περίπτωση
τα
παιδιά
δεν
αντιμετωπίζονται
ως
μικρογραφίες
ηθοποιών-performers.
Ωστόσο,
μέσα
από
την
πρόσληψη
και
την
αφομοίωση
του
δραματικού
περιβάλλοντος,
είναι
δυνατό
να
μυηθούν
σε
τεχνικές
του
δραματικού
κειμένου
όπως
η
πλοκή,
οι
χαρακτήρες,
οι
δραματικές
εντάσεις,
να
εξερευνήσουν
δομικά
στοιχεία
του
θεάτρου
όπως
το
εστιακό
κέντρο,
ο
χώρος,
ο
χρόνος,
τα
σύμβολα,
να
εμβαθύνουν
σε
τεχνικές
όπως
η
εικονική
αναπαράσταση,
η
στοχαστική
διρεύνηση,
το
θέατρο
Φόρουμ,
η
συμβολική
αναπαράσταση
και
η
τελετουργία,
το
θεάτρο
μάσκας
και
παντομίμας.
Όλοι
οι
προηγούμενοι
θεματικοί
άξονες
αναλύονται
στο
τρίτο
κεφάλαιο
του
πρώτου
μέρους
με
τη
συνδρομή
των
πορισμάτων
της
ψυχανάλυσης,
της
ανθρωπολογίας,
της
σημειολογίας,
των
θεωρητικών
σχημάτων
και
μοντέλων
των μορφών του δράματος στην εκπαίδευση.
Είναι
ενδιαφέρον
να
παρατηρήσουμε
ότι
σημαντικός
αριθμός
ποιοτικών
χαρακτηριστικών
του
θεάτρου
στην
εκπαίδευση,
όπως
είναι
οι
αποστασιοποιητικές
τεχνικές
που
ακυρώνουν
τη
μίμηση
και
την
οικοδόμηση
της
αναπαραστατικής
ψευδαισθητικής
πραγματικότητας,
οι
αιφνίδιες
μετατροπές,
η
πολυμορφία,
ο
υπερρεαλισμός,
η
κινητικότητα
των
ρόλων
και
η
«παράλυση»
του
προδιαγεγραμμένου
χαρακτήρα,
η
σχεδόν
αυτονομία
της
αισθησιοκινητικής
δράσης,
η
πολιτική
και
διαπολιτισμική
προέκταση
της
τέχνης,
η
υποχώρηση
του
καθαρώς
θεατρικού
γεγονότος
μπροστά
στο
φαινόμενο
του
θεάματος,
έρχονται
να
διαλεχθούν
με
τα
πρότυπα
του
μεταμοντέρνου θεάτρου ως αμιγώς καλλιτεχνικής έκφανσης.
Στο
δεύτερο
μέρος
του
βιβλίου
περιλαμβάνονται
εκατόν
τριάντα
παιχνίδια
και
ασκήσεις,
ταξινομημένα
σε
έξι
κατηγορίες
(παιχνίδια
γνωριμίας,
σωματική
κίνηση
και
έκφραση,
παιχνίδια
μεταμορφώσεων,
χαλάρωση,
παρατηρητικότητα
και
συγκέντρωση
της
προσοχής,
λεκτικά
και
ρυθμικά
παιχνίδια,
αυτοσχεδιασμοί),
ανάλογα
με
το
είδος
ευαισθητοποίησης
στο
οποίο
κάθε
φορά
αυτά
προσβλέπουν
και
τις
συγκεκριμένες
δεξιότητες
(ψυχοκοινωνικές,
γλωσσικές,
επικοινωνιακές,
θεατρικές)
που
εξασκούν.
Σε
κάθε
παιχνίδι,
παρακολουθούμε
αρχικά
με
άμεσο,
εποπτικό
τρόπο
τη
συνοπτική
περιγραφή
και
τα
σχετικά
διευκρινιστικά
σχόλια
των
φάσεων
διεξαγωγής,
έπειτα
προτεινόμενες
λεκτικές
παρεμβάσεις
του
εμψυχωτή
(με
έμφαση
στην
ποιητική
γλώσσα,
που
καθιστά
τη
λεκτική
παρέμβαση
του
εμψυχωτή
υπαινικτική
και
όχι
δηλωτική),
τέλος
σημειώνονται
εναλλακτικές
εκδοχές
(αλλαγές
και
διαβαθμίσεις
στην
ποιότητα
της
δράσης,
στη
σειρά
των
διαδοχικών
βημάτων
κατά
την
εκτέλεση
της
άσκηση;,
στα
μέσα
πραγμάτωσης,
η
μουσική
λόγου
χάρη
μπορεί
κάποτε
να
αντικατασταθεί
με
φυσικούς
ήχους
ή
με
την
ανθρώπινη
φωνή
κλπ.)
και
συναφείς
παρατηρήσεις.
Ας
προστεθεί
ότι,
μέσα
στο
παραπάνω
σύνολο,
συχνά
απαντώνται
ασκήσεις
απαραίτητες
για
τη
σμίλευση
των
υποκριτικών
τρόπων
και
κωδίκων
του
επαγγελματία
ηθοποιού
ή
καθιερωμένες
στη
σύγχρονη
σκηνοθετική
φιλοσοφία
(ας
αναφέρουμε
ενδεικτικά
την
αφήγηση
ιστορίας
από
τον
παίκτη
και
την
αυθόρμητη
αντίδραση
της
ομάδας
με
λαρυγγισμούς
και
σωματικούς
ήχους,
με
κίνηση
και
έκφραση
στο
χώρο,
την
ταυτόχρονη
έκφραση
δύο
παικτών,
όπου
γίνεται
εναλλάξ
επιλεκτική
χρήση
των
εκφραστικών
μέσων
με
στόχο
την
καλλιέργεια
ενός
γκροτέσκου
αποτελέσματος,
τη
γενικότερη
λειτουργικότητα
των
δυναμικών
εικόνων
γύρω
από μοτίβα δοσμένων κειμένων και πολλά άλλα).
Ακολουθούν
έντεκα
θεατρικά
παιχνίδια
που
αναπτύσσονται
με
άξονα
μικρά
αφηγηματικά
κείμενα,
δρώμενα
που
προσφέρονται
για
παραστασιακή
επεξεργασία
ή
για
εφαρμογή
στη
φύση,
καθώς
και
ποικίλα
παραδείγματα
ρόλων,
καταστάσεων
και
αυτοσχεδιασμών
στο
θεατρικό
παιχνίδι.
Στα
δύο
ενδεικτικά
εργαστήρια
με
τα
οποία
ολοκληρώνεται
το
βιβλίο
(Ένας
κόσμος
κόσμημα-θεατρικό
παιχνίδι,
Το
θαυμαστό
ταξίδι
στον
κόσμο
του
εγωιστή
γίγαντα-διερευνητική
δραματοποίηση),
η
αναλυτική
παρουσίαση
της
δράσης
συσχετίζεται με τις τεχνικές που αξιοποιούνται.
Δεν
θα
έπρεπε
να
παραλειφθεί,
τέλος,
η
επισήμανση
ενός
επιπλέον
θέλγητρου
του
παρόντος
εγχειριδίου:
πρόκειται
για
την
εικονογράφηση.
Τα
αφαιρετικά
έργα
της
Δήμητρας
Λαμπρέτσα
αιχμαλωτίζουν
στιγμιότυπα
των
εργαστηρίων
στην
αχλύ
ενός
λυρικά
ομιχλώδους
χωροχρόνου.
Η
θεατρική
ενέργεια
ανασυγκροτείται
εικαστικά
στη
βάση
μιας
ρευστής,
μετέωρης
αίσθησης θαλπωρής, από την οποία γεννιέται μια ατμόσφαιρα παραμυθιού.
Οι
στάσεις
και
οι
προσδοκίες
αλλάζουν
μέσα
από
την
ατομική
και
συλλογική
εμπειρία,
υπό
την
επίδραση
συνθηκών
διαφορετικών
από
τις
εκάστοτε
υπάρχουσες.
Ο
B.
Brecht
είδε
στο
κοινό
μια
ζωντανή
διάνοια,
στο
θεατρικό
κείμενο
ένα
διαλεκτικό
ξεδίπλωμα.
Η
σύγχρονη
εποχή
χρειάζεται
αυτή
τη
δημόσια
πρόκληση,
την
κινητοποίηση
θεατών
και
ηθοποιών
για
την
εύρεση
των
αντηχήσεων
των
νοημάτων
μέσα
από
τις
πολλαπλές
πιθανότητες
ερμηνειών
τους.
Η
μετανεωτερική
εποχή
μας
έχει
ακόμη
(απεγνωσμένα)
ανάγκη
να
δομηθεί
από
την
ενεργητικότητα
κριτικά
εγγράμματων
υποκειμένων,
ικανών
να
δημιουργούν
συμμετοχικές
δημοκρατίες,
να
αντιδρούν
στην
αδρανοποίηση
της
σκέψης
και
στις
επιταγές
της
μαζικής
κουλτούρας.
Για
να
γίνει
επομένως
επιτευκτή
η
κινητικότητα
του
habitus
(όρου
με
τον
οποίο
ο
P.
Bourdieu
εννοεί
τους
επίκτητους
τρόπους
αντίληψης
που
διεισδύουν
μέσω
του
κηρύγματος
της
πολιτισμικής
αναπαραγωγής,
την
πολιτισμική
προδιάθεση
και
τις
έξεις
που
εντυπώνονται
στα
άτομα
από
την
παιδική
ηλικία),
είναι
αναγκαία
η
εγκατάλειψη
των
ανταγωνιστικών,
στεγανοποιημένων
διαδικασιών
μάθησης
που
αναπαράγουν
την
ορθολογικότητα
των
κοινωνικών
μηχανισμών
και
καθοσιώνουν
τη
συγκλίνουσα
νόηση,
έτσι
ώστε
η
εκπαίδευση
να
εμβαπτιστεί
εκ
νέου
στην
πολιτική
παιδαγωγική
των
τεχνών.
Ο
A.
Schopenhauer
παρομοιάζει
το
νου
με
μεροκαματιάρη
στην
υπηρεσία
της
βούλησης.
Δουλεύει
από
το
πρωί
μέχρι
το
βράδυ
για
να
διεκπεραιώσει
καθήκοντα.
Όταν
κάποια
στιγμή
ο
δούλος
εργαστεί
χωρίς
να
στοχεύει
σε
πρακτικές
και
υποχρεωτικές
φροντίδες,
τότε
εισχωρεί στην περιοχή της τέχνης.
Λίνα Μπασούκου
Theatre Pedagogy. Athens [ISBN: 978- 960- 93- 2014- 6] (pp. 686)
The
modern
research
approach
on
the
role
of
theatre/drama
in
Education
requires
the
systematic
study
of
the
elements
that
shape
it,
which
will
bring
forth
its
scientific
and
artistic
value.
Consequently,
the
present
book
considers
the
issue
of
Theatre
Pedagogy,
namely
the
process
of
educating
through
drama,
the
creation
and
understanding
of
the
theatrical
phenomenon
in
educational
environment
and
the
animation
of
theatrical expression and communication.
The
book
examines
research-related
issues,
such
as
bodily
and
improvised
verbal
expression
and
communication,
drama
inquiry
of
social
reality,
psychosocial
dimension
of
the
play,
drama
animation
of
the
group,
dramatic
intelligence
and
interpersonal
development
through
theatre.
In
that
context,
this
book
examines
and
presents
methodological
approaches,
techniques
and
models,
such
as
dramatic
play,
inquiry
drama,
and
the
structural elements and conventions of drama/theatre.
The
first
part
offers
a
brief
history
of
theatre/drama
in
Education
during
the
20th
century
and
attempts
a
methodological
analysis
of
the
theory
of
Theatre
Pedagogy,
which
is
initially
defined
as
a
specialized
discipline,
applied
in
Education,
that
creates
and
evolves
based
on
the
findings
of
science
and
art
of
theatre
and
the
scientific
areas
of
education;
at
the
same
time,
the
book
examines
the
psychological,
psychosocial,
artistic and cultural dimensions of Theatre Pedagogy.
Next
is
considered
the
development
of
teaching
methodology,
and
the
dramatic
play
and
inquiry
drama
are
presented
in
detail,
as
basic
drama-pedagogical
and
teaching
methods.
The
extensive
development
of
such
methods
is
reinforced
not
only
by
presenting
the
concept,
the
principles
and
the
characteristics
of
the
play
but
also
by
inquiring
their
potential
linking
with
cross-curricular
thematic
approach
of
teaching
and
learning
(Project).
Moreover,
the
book
underlines
the
importance
of
integrating
drama
education
into
the
curriculum
as
well
as
that
of
further
education for educators.
The
present
study
focuses
on
the
teacher-animator’s
role
and
investigates
the
significance
of
his
presence;
his
reflective
emotion
and
body
language,
his
animating
skills
and
his
role
as
researcher.
In
that
environment,
we
attribute
the
main
role
to
the
teacher-drama
animator,
whom
we
consider
the
organized
researcher
of
his
work,
the
co-researcher
of
his
students
and
colleagues
and
the
bearer
of
empathy,
dialectical
motion
and change.
The
structural
elements
of
theatre/drama
(dramatic
context,
role,
focus,
on
stage
dramatic
tension,
time,
space,
verbal
and
bodily
expression,
symbols)
and
the
characteristics
of
dramatic
text
(dialogue,
action,
plot,
textual
techniques
of
dramatic
tension,
dramatic
situations,
characters)
comprise
fundamental
keystones
for
the
study
of
theatrical
phenomenon
and
the
development
of
desirable
skills.
To
that
end,
the
book
emphasizes
the
need
to
use
a
number
of
different
drama
conventions
(imaginary,
expressive
representation,
reflective
inquiry,
improvisations,
symbolic
representation,
mask
and
pantomime
theatre,
teacher
in
role),
stage
practices
(set,
costumes,
make-up,
music,
sound
effects)
and
inquiring
skills from the teacher-animator and the group.
In
the
second
part
the
book
presents
in
detail
one
hundred
and
thirty
games
and
exercises
(get-to
know-you-games,
games
involving
movement
and
expression,
transformation,
relaxation,
observation,
focusing
on
verbal
and
rhythmical
games
and
improvisations)
and
eleven
short
stories,
which
also
evolve
as
applied
dramatic
plays;
at
the
same
time
it
suggests
indicative
improvisations
on
stage
and
applied
drama
workshops
about
dramatic play and inqu
iry drama.
Συνδέσεις
info: 210 3428650, 6946887644
Κα Αναστασιάδου Άννα
ΘΕΑΤΡΟ ΑΛΚΜΗΝΗ
περίοδος 2012 - 2013
Προσεχή Συνέδρια