ΣΙΜΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΑΤΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
• ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΘΕΙΟΣ ΒΑΝΙΑΣ   Άντον Τσέχωφ Στις 3, 4 και 5/2 παρακολουθήσαμε στο θέατρο Μπάντμιντον, την παράσταση «Θείος Βάνιας», από το Ρωσικό Θέατρο Ε. Βαχτάνγκοφ, σε σκηνοθεσία Ρίμας Τουμίνας, με τους Σεργκέι Μακοβέτσκι (θείος Βάνιας), Λουντμίλα Μαξάκοβα (μητέρα), Βλαντιμίρ Σιμόνωφ (καθηγητής), Άννα Ντουμπρόφσκαγια (Ελένα), Γιεβγενίγια Κρέγζντε (Σόνια), Γιούρι Κρασκώφ (Τελιέγκιν), Γκαλίνα Κονοβάλοβα (νταντά), Βλαντιμίρ Βντοβιτσένκοφ (Αστρώφ), Σεργκέι Γιεπισέφ (εργάτης).   Τα αφαιρετικά σκηνικά, δηλωτικά στοιχεία της γενικά μοντέρνας σκηνοθετικής άποψης,  περιορίζονταν σε έναν ξύλινο πάγκο εργασίας  και μια καρέκλα για την πρώτη σκηνή, σε  μια ξύλινη κατασκευή που χρησίμευε και για κρεβάτι, το κρεβάτι του άρρωστου καθηγητή, για τη δεύτερη σκηνή, από την οποία κατασκευή,  όμως, ο θεατής έβλεπε μόλις ένα ψηλό προπέτασμα ώστε να μη μπορεί να διακρίνει τι υπήρχε πίσω απ’ αυτό, έναν δυο καναπέδες στο προσκήνιο και ένα αλαβάστρινο καθιστό λιοντάρι – σύμβολο της Αγίας Πετρούπολης, στο βάθος της σκηνής. Η μουσική και οι φωτισμοί υπογράμμιζαν την τσεχωφική ατμόσφαιρα, λούζοντας τις ωραίες φιγούρες των ηθοποιών σε ένα λαμπερό, λευκό φως, που προκαλούσε χαρμονή, ενώ με έναν ιδιαίτερα θεαματικό τρόπο γινόταν η αλλαγή των σκηνών, με τους ήρωες να κάνουν θριαμβευτική μετωπική είσοδο ή να χάνονται στο βάθος της σκηνής τυλιγμένοι σε σύννεφο καπνού. Αριστοτεχνικά, με ζωντάνια, εφηβική ορμή και φρεσκάδα, ερμηνεύτηκαν από τους ρώσους ηθοποιούς οι ρόλοι του έργου, που εδώ και πάνω από έναν αιώνα παίζεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, χωρίς να φέρνει ποτέ κορεσμό στο κοινό, αντίθετα είναι από τα έργα που οι θεατές πηγαίνουν να τα δουν πάνω από μια φορά στη ζωή τους. Γιατί, όσο ο άνθρωπος ζει κι αναζητάει το γιατί και το πώς της ύπαρξης, θα βρίσκει στα λόγια και τις  πράξεις αυτών των ηρώων τον καθρέφτη για να δει και να συνειδητοποιήσει τη δική  του αγωνία για το νόημα της ύπαρξης, αλλά και το μέτρο της ανθρωπιάς, για να πορευτεί στη ζωή και να αντέξει τη ματαίωση, την απόρριψη, τον έρωτα, το συμβιβασμό, το αίσθημα του κενού που κινδυνεύει να καταπιεί την ψυχή του. Έτσι, ο θεατής συμπάσχει με τους ήρωες για τη στενόχωρη και πληκτική ζωή που ζουν, για τη ζωή που πέρασε χωρίς να διεκδικήσουν και τελικά να ζήσουν τον έρωτα ή τη χαρά, για την αποτυχία της απόπειράς τους να βγουν από την απραξία τους έστω την τελευταία στιγμή, για το αίσθημα του κενού και της στέγνιας της ψυχής τους, για την παθητικότητα των γυναικών, που τις καταδικάζει να ζουν εγκλωβισμένες στις κοινωνικές συμβάσεις. Παρακολουθεί με ειρωνικό χαμόγελο τον εξευτελισμό του κόσμου  των σοφών και επιτυχημένων μέσα από την ανατροπή της εικόνας του σπουδαιοφανούς καθηγητή που αποδεικνύεται τόσο μικρός κι αδύναμος να αντέξει την ποδάγρα του, αλλά και νιώθει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, της καταδικασμένης να υποφέρει από τα δεσμά τα εξωτερικά και τα εσωτερικά, που την κρατούν καθηλωμένη σ’ ένα τέλμα, κι αναγκάζεται να μεταλάβει όλο το ποτήρι της τραγικής αίσθησης, παρακολουθώντας τους δυο ‘χαμένους’ στη ζωή ήρωες στην τελευταία σκηνή να παλεύουν να αυτοπαρηγορηθούν με την υπομονή και την ελπίδα της δικαίωσης στην άλλη ζωή. Όσο κι αν ο σημερινός δυτικός άνθρωπος στέκεται με δυσφορία ή και αμηχανία μπροστά σε ένα τέτοιο τέλος, στο σύμπαν του τσεχωφικού έργου μια τέτοια στάση δικαιολογείται ως η μοιραία κατάληξη αυτής της ζωής της παθητικής, μονότονης και αδιέξοδης, του εσωτερικού αυτού υπαρξιακού δράματος που μπορεί να αλλάζει μορφές και αιτίες, αλλά που φαίνεται να είναι σύμφυτο με τη διαμόρφωση του δυτικού ανθρώπου  και γι αυτό συνεχίζει να μας συγκινεί. Ο σκηνοθέτης της παράστασης όμως επέλεξε να κλονίσει και να υπονομεύσει το αίσθημα που εκπέμπει η ροή του έργου, με τις υπερβολικά ζωηρές, χορευτικές και κωμικές κινήσεις, τους παρατονισμούς,  μια χαρακτηριστική εξωστρέφεια και διαγγελματικό τόνο στην εκφορά του λόγου, τεχνάσματα που μάλλον είχαν στόχο να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα φαιδρή και να ελαφρύνουν τη βαριά αίσθηση που αποπνέει η μελαγχολία των ηρώων, αλλά που, τελικά,  κατά τη γνώμη μας, λόγω της υπερβολικής δόσης τους και της γκροτέσκας χρήσης τους έφτασαν στο όριο να υπονομεύσουν την ουσία του έργου. Είναι βλέπετε το τίμημα της ανάγκης των σκηνοθετών να απολαμβάνουν τα εύσημα και τα παράσημα της υποταγής τους στην ακαδημία του μοντερνισμού, για τα οποία θυσιάζουν και τα έργα και το αίσθημα των θεατών. Σίμος Παπαδόπουλος ΛΙΝΑ ΜΠΑΣΟΥΚΟΥ Σχολιάζοντας την παράσταση «GRIMM & GRIMM»(2009-2010) Στο     θέατρο     «Μικρή     Πόρτα»     της     Ξένιας     Καλογεροπούλου,     μια παράσταση   για   παιδικό   κοινό   βασισμένη   σε   τέσσερα   παραμύθια   των αδελφών   Grimm   (Το   τραπέζι,   ο   γάιδαρος   και   η   μαγκούρα,   Οι   μουσικοί της Βρέμης, Ο Διάβολος με τις τρεις χρυσές τρίχες, Οι έξι κύκνοι) Συντελεστές: Κείμενο: Ξένια Καλογεροπούλου Σκηνοθεσία: Λίλο Μπάουρ Σκηνικά-κοστούμια: Χρήστος Κωνσταντέλλος Κίνηση: Όλια Λυδάκη Μουσικός συνεργάτης: Μανώλης Λυδάκης Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος Κατασκευές-κοστούμια: Δέσποινα Μακαρούνη Ειδικές κατασκευές: Δήμητρα Καίσαρη Βοηθός σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Παραμερίτη Ηθοποιοί: Μαίρη Λούση, Μάνος Λυδάκης, Αντώνης Μυριαγκός, Σοφία Πάσχου, Γιάννης Σαρακατσάνης, Θοδωρής Σκυφτούλης, Εριφύλη Στεφανίδου
Loading
περισσότερα   περισσότερα περισσότερα   περισσότερα
Πίνακας Ανακοινώσεων
περισσότερα   περισσότερα περισσότερα   περισσότερα περισσότερα   περισσότερα περισσότερα   περισσότερα περισσότερα   περισσότερα περισσότερα   περισσότερα περισσότερα   περισσότερα
Τελευταία ενημέρωση: 24/7/2016
© 2011   Σίμος Παπαδόπουλος
developed by Νίκος Μηνάογλου
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΕΜΨΥΧΩΣΗ
14Η ΜΕΡΑ - ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΗΣ/ περίοδος 2016- 2017
Εργαστήριο Θεάτρου  ΠΑΥΣΙΣ
Παρουσίαση Βιβλίου Caption text Caption text